- νεαμέρα
- νεαμέρα, ἡ (Α)(αιολ. τ.) νουμηνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἁμέρα, δωρ. τ. τού ἡμέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εννιάμερα — και νιάμερα και νιάημερα και εννεάμερα, τα (Μ ἐννιάμερα και ἐννεήμερα και νεάμερα και νιάμερα) 1. μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα από τον θάνατο 2. φρ. «τα εννιάμερα τής Παναγίας» η απόδοση* τής γιορτής τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου που… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek